ἐργολάβος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργολάβος — ο 1. αυτός που αναλαμβάνει έργο κατ αποκοπή, αλλ. εργολήπτης: Εργολάβος δημόσιων έργων. 2. είδος γλυκίσματος με αμύγδαλα και αβγό. 3. (ειρωνικά), εραστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐργολάβοις — ἐργόλαβος contractor masc dat pl ἐργολάβος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολάβους — ἐργόλαβος contractor masc acc pl ἐργολάβος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολάβων — ἐργόλαβος contractor masc gen pl ἐργολάβος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολάβοι — ἐργολάβος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργολάβον — ἐργολάβος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… … Dictionary of Greek
υπεργολάβος — ο, Ν εργολάβος που αναλαμβάνει υπεργολαβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)* + εργολάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek